- ἐσφαλμένῃ
- σφάλλωmake to fallperf part mp fem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐσφαλμένη — σφάλλω make to fall perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αητός — εσφαλμένη γραφή τού αϊτός, ο ο αετός* … Dictionary of Greek
πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… … Dictionary of Greek
παρετυμολογία — η η εσφαλμένη ετυμολογία μιας λέξης, δηλ. η εσφαλμένη ερμηνεία τού ετύμου, τής αληθινής και αρχικής σημασίας και μορφής μιας λέξης και κατά συνέπεια η εσφαλμένη απόδοσή της. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρετυμολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Γ.… … Dictionary of Greek
ήγανον — ἤγανον, τὸ (Α) ιων. τ. αντί τήγανον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φαίνεται ότι προήλθε από εσφαλμένη κατάτμηση τού τ. τήγανον «τηγάνι» (τ ήγανον) θεωρήθηκε δηλ. το αρκτικό τ ως άρθρο (το). Είναι αβέβαιο αν ο τ. αυτός είναι προϊόν γλωσσικής μεταβολής ή απλώς… … Dictionary of Greek
δόγμα — Όρος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά στη νομική επιστήμη για να προσδιορίσει ένα διάταγμα ή έναν νόμο που θεσπιζόταν από τις επίσημες αρχές, χωρίς δυνατότητα συζήτησης ή αντίρρησης. Στις φιλοσοφικές σχολές δ. ονομάστηκαν οι θεμελιώδεις αρχές κάθε… … Dictionary of Greek
παρεξήγηση — και παραξήγηση, η / παρεξήγησις, εως, ΝΑ [παρεξηγούμαι] εσφαλμένη ερμηνεία, παρερμηνεία, παρανόηση νεοελλ. 1. κακή, εσφαλμένη συνεννόηση, ασυνεννοησία, παρανόηση («ο καυγάς φούντωσε από μια παρεξήγηση») 2. η αντίληψη ή η αίσθηση κάποιου πως κάτι… … Dictionary of Greek
παρερμηνεία — ή, ΝΑ [παρερμηνεύω] εσφαλμένη ερμηνεία, παρανόηση, παρεξήγηση από γλωσσική ή άλλη άποψη (α. «παρερμηνεία λέξεως» β. «παρερμηνεία προθέσεως») νεοελλ. παθολογική κατάσταση η οποία χαρακτηρίζεται από εσφαλμένη κρίση τής σημασίας τών ερεθισμάτων που… … Dictionary of Greek
-τα — κατάλ. τού πληθ. αριθμού τών περιττοσύλλαβων ουδ. ονομάτων σε α, ατος (πρβλ. ὄνομα, ὀνόματος) η οποία χρησιμοποιήθηκε αναλογικά για τον σχηματισμό παρλλ. επεκταμένων τ. πληθ. αριθμού ισοσύλλαβων ουδ. ήδη τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. προσώπα τα:… … Dictionary of Greek
Έλληνας — και Έλλην, ο (θηλ. Ελληνίδα, η) (AM Ἕλλην θηλ. ἑλληνίς, η και Α ἑλλανίς) αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή κατοικεί μόνιμα σε αυτήν νεοελλ. εκείνος που έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα αρχ. μσν. 1. «ὁ ἐξ ἐθνῶν», ο Εθνικός, σε αντίθεση προς … Dictionary of Greek